- κιτριά
- Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο, ονομαζόταν μήλον το μηδικόν ή περσικόν. Η κ. καλλιεργείται εντατικά στην Κορσική, στη νότια Ιταλία, στην Ισπανία, στο Ισραήλ, στις ΗΠΑ, στη βόρεια Αφρική, στη Συρία και στην Ελλάδα (Μεσσηνία, Κρήτη, βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, Άρτα, Πάργα, Νάξο κ.α.).
Πρόκειται για μικρό δέντρο, παρόμοιο με τη λεμονιά, το οποίο έχει ακανθωτούς βλαστούς και προμήκη, πριονωτά, έμμισχα φύλλα. Τα άνθη του, όπως και των υπόλοιπων εσπεριδοειδών, είναι λευκά-γαλακτώδη, με πέντε ελαφρώς σαρκώδη πέταλα. Ο καρπός τους είναι ογκώδης, ελλειψοειδούς, μαστοειδούς ή ελαφρώς απιοειδούς σχήματος, με πολύ παχύ, ρυτιδώδες ή φυματιώδες περικάρπιο, χρώματος κίτρινου, πρασινωπού ή χρυσοκίτρινου στην εξωτερική του επιφάνεια και λευκού στο εσωτερικό. Το περικάρπιο περιβάλλει το κεντρικό τμήμα του καρπού, το οποίο αποτελείται από κιτρινωπή, τρυφερή, ολιγόχυμη και αρωματική σάρκα, λιγότερο όξινη από τη σάρκα του λεμονιού, χωρισμένη σε φέτες (σκελίδες). Τα κίτρα ζυγίζουν γενικά 500 έως 600 γρ. και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να ξεπεράσουν τα 3 κιλά.
Ο παχύς φλοιός τους χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και η σάρκα τους για την παρασκευή σιροπιών και αναψυκτικών ποτών, όπως και για την εξαγωγή κιτρικού οξέος (βλ. λ. κιτρικό οξύ), το οποίο περιέχεται στους καρπούς αυτούς σε αναλογία 4-6%.
Οι κυριότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες κ. στην Ελλάδα είναι η κοινή, η ιουδαϊκή, η ρωμαϊκή, η φυματώδης, η μεγαλόκαρπη και η γλυκοκιτριά.
Η φλούδα και η σάρκα του κίτρου χρησιμεύουν για την παρασκευή γλυκισμάτων και αναψυκτικών ποτών.
* * *και κιτρέα, η (Μ κιτρέα) [κίτρο(ν)]βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Citrus medica τού γένους κίτρο(ν) που ανήκει στα εσπεριδοειδή και που καλλιεργείται σε μεσογειακές περιοχές και στις Δυτικές Ινδίες για τους καρπούς του με τον παχύ φλοιό.
Dictionary of Greek. 2013.